Jump to content

αντικειμενοστρεφής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αντικείμενο (antikeímeno, object) +‎ στρέφω (stréfo, to direct).

Adjective

[edit]

αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefísm (feminine αντικειμενοστρεφής, neuter αντικειμενοστρεφές)

  1. (computing) object-oriented

Declension

[edit]
Declension of αντικειμενοστρεφής
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís) αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís) αντικειμενοστρεφές (antikeimenostrefés) αντικειμενοστρεφείς (antikeimenostrefeís) αντικειμενοστρεφείς (antikeimenostrefeís) αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí)
genitive αντικειμενοστρεφούς (antikeimenostrefoús)
αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí)
αντικειμενοστρεφούς (antikeimenostrefoús) αντικειμενοστρεφούς (antikeimenostrefoús) αντικειμενοστρεφών (antikeimenostrefón) αντικειμενοστρεφών (antikeimenostrefón) αντικειμενοστρεφών (antikeimenostrefón)
accusative αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí) αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí) αντικειμενοστρεφές (antikeimenostrefés) αντικειμενοστρεφείς (antikeimenostrefeís) αντικειμενοστρεφείς (antikeimenostrefeís) αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí)
vocative αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí)
αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís)
αντικειμενοστρεφής (antikeimenostrefís) αντικειμενοστρεφές (antikeimenostrefés) αντικειμενοστρεφείς (antikeimenostrefeís) αντικειμενοστρεφείς (antikeimenostrefeís) αντικειμενοστρεφή (antikeimenostrefí)

Derived terms

[edit]