Jump to content

αλευρόμυλος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αλεύρι (alévri, flour) +‎ μύλος (mýlos, mill)

Noun

[edit]

αλευρόμυλος (alevrómylosm (plural αλευρόμυλοι)

  1. flour mill

Declension

[edit]
Declension of αλευρόμυλος
singular plural
nominative αλευρόμυλος (alevrómylos) αλευρόμυλοι (alevrómyloi)
genitive αλευρόμυλου (alevrómylou) αλευρόμυλων (alevrómylon)
accusative αλευρόμυλο (alevrómylo) αλευρόμυλους (alevrómylous)
vocative αλευρόμυλε (alevrómyle) αλευρόμυλοι (alevrómyloi)
[edit]
  • and see: αλέθω (alétho, to grind, to mill)