Jump to content

αμμοδοχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

άμμος (ámmos, sand) +‎ δοχείο (docheío, container)

Noun

[edit]

αμμοδοχείο (ammodocheíof (plural αμμοδοχεία)

  1. sandpit (UK), sandbox (US)
  2. litter tray (UK), litter box (US) (for cats)
  3. sand table

Declension

[edit]
Declension of αμμοδοχείο
singular plural
nominative αμμοδοχείο (ammodocheío) αμμοδοχεία (ammodocheía)
genitive αμμοδοχείου (ammodocheíou) αμμοδοχείων (ammodocheíon)
accusative αμμοδοχείο (ammodocheío) αμμοδοχεία (ammodocheía)
vocative αμμοδοχείο (ammodocheío) αμμοδοχεία (ammodocheía)

Synonyms

[edit]

Further reading

[edit]