Jump to content

απορριμματοδοχείο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

απόρριμμα (apórrimma, rubbish) +‎ δοχείο (docheío, container)

Noun

[edit]

απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheíon (plural απορριμματοδοχεία)

  1. dustbin (UK), trash can (US)

Declension

[edit]
Declension of απορριμματοδοχείο
singular plural
nominative απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía)
genitive απορριμματοδοχείου (aporrimmatodocheíou) απορριμματοδοχείων (aporrimmatodocheíon)
accusative απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía)
vocative απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía)
[edit]