απορριμματοδοχείο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]απόρριμμα (apórrimma, “rubbish”) + δοχείο (docheío, “container”)
Noun
[edit]απορριμματοδοχείο • (aporrimmatodocheío) n (plural απορριμματοδοχεία)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) | απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía) |
genitive | απορριμματοδοχείου (aporrimmatodocheíou) | απορριμματοδοχείων (aporrimmatodocheíon) |
accusative | απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) | απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía) |
vocative | απορριμματοδοχείο (aporrimmatodocheío) | απορριμματοδοχεία (aporrimmatodocheía) |
Related terms
[edit]- see: απόρριμμα n (apórrimma, “refuse, rubbish, trash”)