δωδεκάωρος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learned borrowing from Koine Greek δωδεκάωρος (dōdekáōros).[1] By surface analysis, δώδεκα (dódeka) + ώρ(α) (ór(a)) + -ος (-os).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]δωδεκάωρος • (dodekáoros) m (feminine δωδεκάωρη, neuter δωδεκάωρο)
Declension
[edit]Declension of δωδεκάωρος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | δωδεκάωρος • | δωδεκάωρη • | δωδεκάωρο • | δωδεκάωροι • | δωδεκάωρες • | δωδεκάωρα • |
genitive | δωδεκάωρου • | δωδεκάωρης • | δωδεκάωρου • | δωδεκάωρων • | δωδεκάωρων • | δωδεκάωρων • |
accusative | δωδεκάωρο • | δωδεκάωρη • | δωδεκάωρο • | δωδεκάωρους • | δωδεκάωρες • | δωδεκάωρα • |
vocative | δωδεκάωρε • | δωδεκάωρη • | δωδεκάωρο • | δωδεκάωροι • | δωδεκάωρες • | δωδεκάωρα • |
Derived terms
[edit]- δωδεκάωρο n (dodekáoro)
References
[edit]- ^ δωδεκάωρος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language