κυνηγόσκυλο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From κυνήγ(ι) (kyníg(i)) + -ο- (-o-) + σκυλ(ί) (skyl(í)) + -ο (-o).[1]
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]κυνηγόσκυλο • (kynigóskylo) n (plural κυνηγόσκυλα)
- hunting dog, hunter (a dog used in hunting)
- Hyponym: λαγωνικό n (lagonikó)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | κυνηγόσκυλο (kynigóskylo) | κυνηγόσκυλα (kynigóskyla) |
genitive | κυνηγόσκυλου (kynigóskylou) | κυνηγόσκυλων (kynigóskylon) |
accusative | κυνηγόσκυλο (kynigóskylo) | κυνηγόσκυλα (kynigóskyla) |
vocative | κυνηγόσκυλο (kynigóskylo) | κυνηγόσκυλα (kynigóskyla) |
Related terms
[edit]References
[edit]- ^ κυνηγόσκυλο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language