εκχιονιστήρας
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From εκ (ek, “out”) + χιονίζω (chionízo, “to snow”) + -τήρας (-tíras).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]εκχιονιστήρας • (ekchionistíras) m (plural εκχιονιστήρες)
- snow plough (UK), snow plow (US)
Declension
[edit]Declension of εκχιονιστήρας
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκχιονιστήρας • | εκχιονιστήρες • |
genitive | εκχιονιστήρα • | εκχιονιστήρων • |
accusative | εκχιονιστήρα • | εκχιονιστήρες • |
vocative | εκχιονιστήρα • | εκχιονιστήρες • |