βαθυκύανο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From βαθύ (vathý, “deep”) + κυανός (kyanós, “cyan”).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]βαθυκύανο • (vathykýano) n (plural βαθυκύανα)
Declension
[edit]Declension of βαθυκύανο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | βαθυκύανο • | βαθυκύανα • |
genitive | βαθυκύανου • | βαθυκύανων • |
accusative | βαθυκύανο • | βαθυκύανα • |
vocative | βαθυκύανο • | βαθυκύανα • |
Related terms
[edit]- βαθυκύανος (vathykýanos, “teal coloured”)
See also
[edit]- αγριόπαπια f (agriópapia, “teal, a type of duck”)
λευκό (lefkó) | γκρι (gkri) | μαύρο (mávro) |
κόκκινο (kókkino); βυσσινί (vyssiní) | πορτοκαλί (portokalí); καφέ (kafé) | κίτρινο (kítrino); κρεμ (krem) |
λαχανί (lachaní) | πράσινο (prásino) | |
κυανό (kyanó); βαθυκύανο (vathykýano) | γαλάζιο (galázio) | μπλε (ble) |
ιόχρους (ióchrous); ινδικό (indikó) | ματζέντα (matzénta); μωβ (mov) | ροζ (roz) |