Jump to content

απαρηγόρητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

α- (a-) +‎ παρηγοριά (parigoriá, consolation) +‎ -τος (-tos)

Pronunciation

[edit]

IPA(key): /apaɾiˈɣoɾitos/

Adjective

[edit]

απαρηγόρητος (aparigóritosm (feminine απαρηγόρητη, neuter απαρηγόρητο)

  1. inconsolable, disconsolate, unconsoled
    Synonym: απαραμύθητος (aparamýthitos)
    Antonym: παρήγορος (parígoros)

Declension

[edit]
Declension of απαρηγόρητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απαρηγόρητος (aparigóritos) απαρηγόρητη (aparigóriti) απαρηγόρητο (aparigórito) απαρηγόρητοι (aparigóritoi) απαρηγόρητες (aparigórites) απαρηγόρητα (aparigórita)
genitive απαρηγόρητου (aparigóritou) απαρηγόρητης (aparigóritis) απαρηγόρητου (aparigóritou) απαρηγόρητων (aparigóriton) απαρηγόρητων (aparigóriton) απαρηγόρητων (aparigóriton)
accusative απαρηγόρητο (aparigórito) απαρηγόρητη (aparigóriti) απαρηγόρητο (aparigórito) απαρηγόρητους (aparigóritous) απαρηγόρητες (aparigórites) απαρηγόρητα (aparigórita)
vocative απαρηγόρητε (aparigórite) απαρηγόρητη (aparigóriti) απαρηγόρητο (aparigórito) απαρηγόρητοι (aparigóritoi) απαρηγόρητες (aparigórites) απαρηγόρητα (aparigórita)
[edit]