From Wiktionary, the free dictionary
αγκαθωτό (agkathotó, “prickly”) + σύρμα (sýrma, “wire”)
αγκαθωτό σύρμα • (agkathotó sýrma) n (plural αγκαθωτα σύρματα)
- barbed wire, razor wire
- see: αγκαθωτός (agkathotós) and σύρμα (sýrma)
- see: αγκάθι n (agkáthi, “thorn, prickle”)