συρματόπλεγμα
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]σύρμα (sýrma, “wire”) + πλέγμα (plégma, “mesh, netting”)
Noun
[edit]συρματόπλεγμα • (syrmatóplegma) n (plural συρματοπλέγματα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) | συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata) |
genitive | συρματοπλέγματος (syrmatoplégmatos) | συρματοπλεγμάτων (syrmatoplegmáton) |
accusative | συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) | συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata) |
vocative | συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) | συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata) |
Synonyms
[edit]- (wire netting): σύρμα n (sýrma)
- (barbed wire): αγκαθωτό σύρμα n (agkathotó sýrma)