Jump to content

συρματόπλεγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

σύρμα (sýrma, wire) +‎ πλέγμα (plégma, mesh, netting)

Noun

[edit]

συρματόπλεγμα (syrmatóplegman (plural συρματοπλέγματα)

  1. wire netting, wire mesh
  2. barbed wire

Declension

[edit]
singular plural
nominative συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata)
genitive συρματοπλέγματος (syrmatoplégmatos) συρματοπλεγμάτων (syrmatoplegmáton)
accusative συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata)
vocative συρματόπλεγμα (syrmatóplegma) συρματοπλέγματα (syrmatoplégmata)

Synonyms

[edit]