Jump to content

θειοθειικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From θείο (theío) +‎ θειικός (theiikós), calque of English thiosulphate.

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

θειοθειικός (theiotheiikósm (feminine θειοθειική, neuter θειοθειικό)

  1. (inorganic chemistry) thiosulfate

Declension

[edit]
Declension of θειοθειικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θειοθειικός (theiotheiikós) θειοθειική (theiotheiikí) θειοθειικό (theiotheiikó) θειοθειικοί (theiotheiikoí) θειοθειικές (theiotheiikés) θειοθειικά (theiotheiiká)
genitive θειοθειικού (theiotheiikoú) θειοθειικής (theiotheiikís) θειοθειικού (theiotheiikoú) θειοθειικών (theiotheiikón) θειοθειικών (theiotheiikón) θειοθειικών (theiotheiikón)
accusative θειοθειικό (theiotheiikó) θειοθειική (theiotheiikí) θειοθειικό (theiotheiikó) θειοθειικούς (theiotheiikoús) θειοθειικές (theiotheiikés) θειοθειικά (theiotheiiká)
vocative θειοθειικέ (theiotheiiké) θειοθειική (theiotheiikí) θειοθειικό (theiotheiikó) θειοθειικοί (theiotheiikoí) θειοθειικές (theiotheiikés) θειοθειικά (theiotheiiká)

Coordinate terms

[edit]

Further reading

[edit]