διαβολοσκορπίσματα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- διαολοσκορπίσματα n pl (diaoloskorpísmata) (colloquial)
Etymology
[edit]διάβολος (diávolos, “the Devil”) + σκόρπισμα (skórpisma, “scattering”), from: σκορπίζω (“to scatter”)
Noun
[edit]διαβολοσκορπίσματα • (diavoloskorpísmata) n pl
Declension
[edit] διαβολοσκορπίσματα
case \ number | plural |
---|---|
nominative | διαβολοσκορπίσματα • |
genitive | — |
accusative | διαβολοσκορπίσματα • |
vocative | διαβολοσκορπίσματα • |
Derived terms
[edit]- ανεμομαζώματα διαβολοσκορπίσματα (anemomazómata diavoloskorpísmata, “easy come, easy go”, phrase)