επίδραση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]Learnedly from επιδρώ (epidró) + -ση (-si).[1] Alternatively analyzable as επί (epí) + δράση (drási).
Pronunciation
[edit]Noun
[edit]επίδραση • (epídrasi) f (plural επιδράσεις)
Declension
[edit]Declension of επίδραση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | επίδραση • | επιδράσεις • | |
genitive | επίδρασης • | επιδράσεων • | |
accusative | επίδραση • | επιδράσεις • | |
vocative | επίδραση • | επιδράσεις • | |
Older or formal genitive singular: επιδράσεως • |
Derived terms
[edit]- αλληλεπίδραση f (allilepídrasi)
Related terms
[edit]- see: επιδρώ (epidró)
References
[edit]- ^ επίδραση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language