Jump to content

αλληλεπίδραση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αλληλο- (allilo-) +‎ επίδραση (epídrasi).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /al.li.le.ˈpi.ðɾa.si/
  • Hyphenation: α‧λλη‧λε‧πί‧δρα‧ση

Noun

[edit]

αλληλεπίδραση (allilepídrasif (plural αλληλεπιδράσεις)

  1. interaction, mutual influence

Declension

[edit]
Declension of αλληλεπίδραση
singular plural
nominative αλληλεπίδραση (allilepídrasi) αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis)
genitive αλληλεπίδρασης (allilepídrasis) αλληλεπιδράσεων (allilepidráseon)
accusative αλληλεπίδραση (allilepídrasi) αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis)
vocative αλληλεπίδραση (allilepídrasi) αλληλεπιδράσεις (allilepidráseis)

Older or formal genitive singular: αλληλεπιδράσεως (allilepidráseos)

Alternative forms

[edit]

Synonyms

[edit]
[edit]