Jump to content

οδόφραγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Learnedly from οδ(ός) (od(ós)) +‎ -ό- (-ó-) +‎ φράγμα (frágma).[1]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /oˈðo.fɾaɣ.ma/
  • Hyphenation: ο‧δό‧φραγ‧μα

Noun

[edit]

οδόφραγμα (odófragman (plural οδοφράγματα)

  1. barricade (a barrier constructed across a road)

Declension

[edit]
Declension of οδόφραγμα
singular plural
nominative οδόφραγμα (odófragma) οδοφράγματα (odofrágmata)
genitive οδοφράγματος (odofrágmatos) οδοφραγμάτων (odofragmáton)
accusative οδόφραγμα (odófragma) οδοφράγματα (odofrágmata)
vocative οδόφραγμα (odófragma) οδοφράγματα (odofrágmata)

References

[edit]
  1. ^ οδόφραγμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language