αργόσχολος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From αργός (argós, “slow”) + σχόλη (schóli, “holiday”).
Adjective
[edit]αργόσχολος • (argóscholos) m (feminine αργόσχολη, neuter αργόσχολο)
- workshy, idle
- (nominalized) loafer, idler (idle person)
- Synonyms: ακαμάτης (akamátis), λουφαδόρος (loufadóros), τεμπέλης (tempélis), φυγόπονος (fygóponos), χασομέρης (chasoméris)
Declension
[edit]Declension of αργόσχολος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργόσχολος • | αργόσχολη • | αργόσχολο • | αργόσχολοι • | αργόσχολες • | αργόσχολα • |
genitive | αργόσχολου • | αργόσχολης • | αργόσχολου • | αργόσχολων • | αργόσχολων • | αργόσχολων • |
accusative | αργόσχολο • | αργόσχολη • | αργόσχολο • | αργόσχολους • | αργόσχολες • | αργόσχολα • |
vocative | αργόσχολε • | αργόσχολη • | αργόσχολο • | αργόσχολοι • | αργόσχολες • | αργόσχολα • |
See also
[edit]- αλήτης m (alítis, “bum”)