αργός
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ᾱ̓ργός (ārgós, “idle, slow”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]αργός • (argós) m (feminine αργή, neuter αργό)
- slow (acting slowly)
- είναι πολύ αργός. ― eínai polý argós. ― He is very slow.
- idle, slack
- (figuratively, literally) crude
- Το αργό πετρέλαιο. ― To argó petrélaio. ― Crude oil.
- Αν μπορώ να είμαι αργός... ― An boró na eímai argós... ― If I may be crude...
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργός (argós) | αργή (argí) | αργό (argó) | αργοί (argoí) | αργές (argés) | αργά (argá) | |
genitive | αργού (argoú) | αργής (argís) | αργού (argoú) | αργών (argón) | αργών (argón) | αργών (argón) | |
accusative | αργό (argó) | αργή (argí) | αργό (argó) | αργούς (argoús) | αργές (argés) | αργά (argá) | |
vocative | αργέ (argé) | αργή (argí) | αργό (argó) | αργοί (argoí) | αργές (argés) | αργά (argá) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αργός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αργός, etc.)
Degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργότερος (argóteros) | αργότερη (argóteri) | αργότερο (argótero) | αργότεροι (argóteroi) | αργότερες (argóteres) | αργότερα (argótera) |
genitive | αργότερου (argóterou) | αργότερης (argóteris) | αργότερου (argóterou) | αργότερων (argóteron) | αργότερων (argóteron) | αργότερων (argóteron) |
accusative | αργότερο (argótero) | αργότερη (argóteri) | αργότερο (argótero) | αργότερους (argóterous) | αργότερες (argóteres) | αργότερα (argótera) |
vocative | αργότερε (argótere) | αργότερη (argóteri) | αργότερο (argótero) | αργότεροι (argóteroi) | αργότερες (argóteres) | αργότερα (argótera) |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αργότερος", etc) | |||||
Absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αργότατος (argótatos) | αργότατη (argótati) | αργότατο (argótato) | αργότατοι (argótatoi) | αργότατες (argótates) | αργότατα (argótata) |
genitive | αργότατου (argótatou) | αργότατης (argótatis) | αργότατου (argótatou) | αργότατων (argótaton) | αργότατων (argótaton) | αργότατων (argótaton) |
accusative | αργότατο (argótato) | αργότατη (argótati) | αργότατο (argótato) | αργότατους (argótatous) | αργότατες (argótates) | αργότατα (argótata) |
vocative | αργότατε (argótate) | αργότατη (argótati) | αργότατο (argótato) | αργότατοι (argótatoi) | αργότατες (argótates) | αργότατα (argótata) |
Related terms
[edit]- αργή κίνηση f (argí kínisi, “slow motion”)
- αργό πετρέλαιο n (argó petrélaio, “crude oil”)
- αργοκίνητος (argokínitos, “slow moving”, adjective)
- αργομίλητος (argomílitos, “slowly-spoken”, adjective)
- αργομιλώ (argomiló, “to speak slowly”)
- αργονόητος (argonóitos, “slow-witted”, adjective)
- αργοπίνω (argopíno, “to sip”)
- αργοπορία f (argoporía, “slowness, delay”)
- αργοπορώ (argoporó, “to delay”)
- αργός σίδηρος m (argós sídiros, “pig iron”)
- αργόστροφος (argóstrofos, “slow”, adjective)
- αργόσχολος (argóscholos, “idle”, adjective)
- αργοτάξιδος (argotáxidos, “travelling slowly”, adjective)
- αργότερα (argótera, “later”, adverb)
- αργούτσικα (argoútsika, “latish”, adverb)
- αργούτσικος (argoútsikos, “delayed”, adjective)
- and see: αργά (argá, “slowly”, adverb)
Further reading
[edit]- αργός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language
Anagrams
[edit]- αγρός (agrós)