Jump to content

αργός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ᾱ̓ργός (ārgós, idle, slow).

Pronunciation

[edit]

Adjective

[edit]

αργός (argósm (feminine αργή, neuter αργό)

  1. slow (acting slowly)
    είναι πολύ αργός.eínai polý argós.He is very slow.
  2. idle, slack
  3. (figuratively, literally) crude
    Το αργό πετρέλαιο.To argó petrélaio.Crude oil.
    Αν μπορώ να είμαι αργός...An boró na eímai argós...If I may be crude...

Declension

[edit]
Declension of αργός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργός (argós) αργή (argí) αργό (argó) αργοί (argoí) αργές (argés) αργά (argá)
genitive αργού (argoú) αργής (argís) αργού (argoú) αργών (argón) αργών (argón) αργών (argón)
accusative αργό (argó) αργή (argí) αργό (argó) αργούς (argoús) αργές (argés) αργά (argá)
vocative αργέ (argé) αργή (argí) αργό (argó) αργοί (argoí) αργές (argés) αργά (argá)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αργός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αργός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]

Anagrams

[edit]