Jump to content

αργομίλητος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργομίλητος (argomílitosm (feminine αργομίλητη, neuter αργομίλητο)

  1. slowly spoken

Declension

[edit]
Declension of αργομίλητος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργομίλητος (argomílitos) αργομίλητη (argomíliti) αργομίλητο (argomílito) αργομίλητοι (argomílitoi) αργομίλητες (argomílites) αργομίλητα (argomílita)
genitive αργομίλητου (argomílitou) αργομίλητης (argomílitis) αργομίλητου (argomílitou) αργομίλητων (argomíliton) αργομίλητων (argomíliton) αργομίλητων (argomíliton)
accusative αργομίλητο (argomílito) αργομίλητη (argomíliti) αργομίλητο (argomílito) αργομίλητους (argomílitous) αργομίλητες (argomílites) αργομίλητα (argomílita)
vocative αργομίλητε (argomílite) αργομίλητη (argomíliti) αργομίλητο (argomílito) αργομίλητοι (argomílitoi) αργομίλητες (argomílites) αργομίλητα (argomílita)
[edit]

Further reading

[edit]