αργονόητος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αργονόητος • (argonóitos) m (feminine αργονόητη, neuter αργονόητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργονόητος (argonóitos) | αργονόητη (argonóiti) | αργονόητο (argonóito) | αργονόητοι (argonóitoi) | αργονόητες (argonóites) | αργονόητα (argonóita) | |
genitive | αργονόητου (argonóitou) | αργονόητης (argonóitis) | αργονόητου (argonóitou) | αργονόητων (argonóiton) | αργονόητων (argonóiton) | αργονόητων (argonóiton) | |
accusative | αργονόητο (argonóito) | αργονόητη (argonóiti) | αργονόητο (argonóito) | αργονόητους (argonóitous) | αργονόητες (argonóites) | αργονόητα (argonóita) | |
vocative | αργονόητε (argonóite) | αργονόητη (argonóiti) | αργονόητο (argonóito) | αργονόητοι (argonóitoi) | αργονόητες (argonóites) | αργονόητα (argonóita) |
Related terms
[edit]- see: αργός (argós, “slow”, adjective)