αργόστροφος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αργόστροφος (argóstrofosm (feminine αργοκίνητη, neuter αργοκίνητο)

  1. slow, slow witted, dull

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αργοκίνητος (argokínitos) αργοκίνητη (argokíniti) αργοκίνητο (argokínito) αργοκίνητοι (argokínitoi) αργοκίνητες (argokínites) αργοκίνητα (argokínita)
genitive αργοκίνητου (argokínitou) αργοκίνητης (argokínitis) αργοκίνητου (argokínitou) αργοκίνητων (argokíniton) αργοκίνητων (argokíniton) αργοκίνητων (argokíniton)
accusative αργοκίνητο (argokínito) αργοκίνητη (argokíniti) αργοκίνητο (argokínito) αργοκίνητους (argokínitous) αργοκίνητες (argokínites) αργοκίνητα (argokínita)
vocative αργοκίνητε (argokínite) αργοκίνητη (argokíniti) αργοκίνητο (argokínito) αργοκίνητοι (argokínitoi) αργοκίνητες (argokínites) αργοκίνητα (argokínita)
[edit]

Further reading

[edit]