αργόστροφος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αργόστροφος • (argóstrofos) m (feminine αργοκίνητη, neuter αργοκίνητο)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αργοκίνητος (argokínitos) | αργοκίνητη (argokíniti) | αργοκίνητο (argokínito) | αργοκίνητοι (argokínitoi) | αργοκίνητες (argokínites) | αργοκίνητα (argokínita) | |
genitive | αργοκίνητου (argokínitou) | αργοκίνητης (argokínitis) | αργοκίνητου (argokínitou) | αργοκίνητων (argokíniton) | αργοκίνητων (argokíniton) | αργοκίνητων (argokíniton) | |
accusative | αργοκίνητο (argokínito) | αργοκίνητη (argokíniti) | αργοκίνητο (argokínito) | αργοκίνητους (argokínitous) | αργοκίνητες (argokínites) | αργοκίνητα (argokínita) | |
vocative | αργοκίνητε (argokínite) | αργοκίνητη (argokíniti) | αργοκίνητο (argokínito) | αργοκίνητοι (argokínitoi) | αργοκίνητες (argokínites) | αργοκίνητα (argokínita) |
Related terms
[edit]- see: αργός (argós, “slow”, adjective)
Further reading
[edit]- αργόστροφος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language