έντρομος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Koine Greek ἔντρομος (éntromos), equivalent to εν (en, “in”) + τρόμος (trómos, “terror”).
Pronunciation
[edit]Adjective
[edit]έντρομος • (éntromos) m (feminine έντρομη, neuter έντρομο)
- terrified, frightened, terror-stricken (utterly scared)
- Synonyms: φοβισμένος (fovisménos), τρομοκρατημένος (tromokratiménos), περίτρομος (perítromos)
- Antonyms: άτρομος (átromos), άφοβος (áfovos)
- Όλοι ξεχύθηκαν έντρομοι στους δρόμους μετά τον σεισμό.
- Óloi xechýthikan éntromoi stous drómous metá ton seismó.
- Everyone spilled out terror-stricken into the streets after the earthquake.
Declension
[edit]Declension of έντρομος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | έντρομος • | έντρομη • | έντρομο • | έντρομοι • | έντρομες • | έντρομα • |
genitive | έντρομου • | έντρομης • | έντρομου • | έντρομων • | έντρομων • | έντρομων • |
accusative | έντρομο • | έντρομη • | έντρομο • | έντρομους • | έντρομες • | έντρομα • |
vocative | έντρομε • | έντρομη • | έντρομο • | έντρομοι • | έντρομες • | έντρομα • |
Related terms
[edit]- see: τρόμος m (trómos, “fear, terror”)