ημεροδούλι
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]ημέρα (iméra, “day”) + δουλειά (douleiá, “work”)
Noun
[edit]ημεροδούλι • (imerodoúli) n (plural ημεροδούλια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ημεροδούλι (imerodoúli) | ημεροδούλια (imerodoúlia) |
genitive | - | - |
accusative | ημεροδούλι (imerodoúli) | ημεροδούλια (imerodoúlia) |
vocative | ημεροδούλι (imerodoúli) | ημεροδούλια (imerodoúlia) |
Related terms
[edit]- see: ημέρα f (iméra, “day”)
- and see: δουλειά f (douleiá, “work”)