Jump to content

ανεμοχάλαζο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

άνεμος (ánemos, wind) +‎ χαλάζι (chalázi, hail)

Noun

[edit]

ανεμοχάλαζο (anemochálazon (plural ανεμοχάλαζα)

  1. hailstorm

Declension

[edit]
Declension of ανεμοχάλαζο
singular plural
nominative ανεμοχάλαζο (anemochálazo) ανεμοχάλαζα (anemochálaza)
genitive ανεμοχάλαζου (anemochálazou) ανεμοχάλαζων (anemochálazon)
accusative ανεμοχάλαζο (anemochálazo) ανεμοχάλαζα (anemochálaza)
vocative ανεμοχάλαζο (anemochálazo) ανεμοχάλαζα (anemochálaza)
[edit]