αγριόχορτο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]αγριό- (agrió-, “uncultivated”) + χορτο (chorto, “plant”)
Noun
[edit]αγριόχορτο • (agrióchorto) n (plural αγριόχορτα)
- weed (unwanted plant)
Declension
[edit]Declension of αγριόχορτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αγριόχορτο • | αγριόχορτα • |
genitive | αγριόχορτου • | αγριόχορτων • |
accusative | αγριόχορτο • | αγριόχορτα • |
vocative | αγριόχορτο • | αγριόχορτα • |
Synonyms
[edit]- ζιζάνιο n (zizánio)
Related terms
[edit]- see: άγριος (ágrios, “wild, fierce”)
See also
[edit]- αγριολούλουδο (agrioloúloudo, “wild flower”)