Jump to content

άγριος

From Wiktionary, the free dictionary
See also: ἄγριος

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄγριος (ágrios).

Adjective

[edit]

άγριος (ágriosm (feminine άγρια, neuter άγριο)

  1. (of animals) undomesticated, untamed, feral, wild
  2. (of plants) wild, uncultivated
  3. (of persons) uncouth, unsociable, uncivilised (UK), uncivilized (US)

Declension

[edit]
Declension of άγριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative άγριος (ágrios) άγρια (ágria) άγριο (ágrio) άγριοι (ágrioi) άγριες (ágries) άγρια (ágria)
genitive άγριου (ágriou) άγριας (ágrias) άγριου (ágriou) άγριων (ágrion) άγριων (ágrion) άγριων (ágrion)
accusative άγριο (ágrio) άγρια (ágria) άγριο (ágrio) άγριους (ágrious) άγριες (ágries) άγρια (ágria)
vocative άγριε (ágrie) άγρια (ágria) άγριο (ágrio) άγριοι (ágrioi) άγριες (ágries) άγρια (ágria)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο άγριος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο άγριος, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγριότερος (agrióteros) αγριότερη (agrióteri) αγριότερο (agriótero) αγριότεροι (agrióteroi) αγριότερες (agrióteres) αγριότερα (agriótera)
genitive αγριότερου (agrióterou) αγριότερης (agrióteris) αγριότερου (agrióterou) αγριότερων (agrióteron) αγριότερων (agrióteron) αγριότερων (agrióteron)
accusative αγριότερο (agriótero) αγριότερη (agrióteri) αγριότερο (agriótero) αγριότερους (agrióterous) αγριότερες (agrióteres) αγριότερα (agriótera)
vocative αγριότερε (agriótere) αγριότερη (agrióteri) αγριότερο (agriótero) αγριότεροι (agrióteroi) αγριότερες (agrióteres) αγριότερα (agriótera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αγριότερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αγριότατος (agriótatos) αγριότατη (agriótati) αγριότατο (agriótato) αγριότατοι (agriótatoi) αγριότατες (agriótates) αγριότατα (agriótata)
genitive αγριότατου (agriótatou) αγριότατης (agriótatis) αγριότατου (agriótatou) αγριότατων (agriótaton) αγριότατων (agriótaton) αγριότατων (agriótaton)
accusative αγριότατο (agriótato) αγριότατη (agriótati) αγριότατο (agriótato) αγριότατους (agriótatous) αγριότατες (agriótates) αγριότατα (agriótata)
vocative αγριότατε (agriótate) αγριότατη (agriótati) αγριότατο (agriótato) αγριότατοι (agriótatoi) αγριότατες (agriótates) αγριότατα (agriótata)
[edit]

See also

[edit]