κτηνώδης
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]κτηνώδης • (ktinódis) m (feminine κτηνώδης, neuter κτηνώδες)
Declension
[edit]Declension of κτηνώδης
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | κτηνώδης • | κτηνώδης • | κτηνώδες • | κτηνώδεις • | κτηνώδεις • | κτηνώδη • |
genitive | κτηνώδους • / κτηνώδη • | κτηνώδους • | κτηνώδους • | κτηνωδών • | κτηνωδών • | κτηνωδών • |
accusative | κτηνώδη • | κτηνώδη • | κτηνώδες • | κτηνώδεις • | κτηνώδεις • | κτηνώδη • |
vocative | κτηνώδη • / κτηνώδης • | κτηνώδης • | κτηνώδες • | κτηνώδεις • | κτηνώδεις • | κτηνώδη • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο κτηνώδης, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο κτηνώδης, etc.) |
Synonyms
[edit]- ζωώδης (zoódis, “animal like, brutish”)
See also
[edit]- άγριος (ágrios, “undomesticated, uncultivated, wild”)
- θηριώδης (thiriódis, “violent, cruel”)
- θηλαστικός (thilastikós, “mammalian”)