Jump to content

θηριώδης

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

θηριώδης (thiriódism (feminine θηριώδης, neuter θηριώδες)

  1. violent and cruel in character and behaviour
  2. fierce, ferocious, bestial
  3. monstrous (relating to a mythical monster)
  4. huge

Declension

[edit]
Declension of θηριώδης
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θηριώδης (thiriódis) θηριώδης (thiriódis) θηριώδες (thiriódes) θηριώδεις (thiriódeis) θηριώδεις (thiriódeis) θηριώδη (thiriódi)
genitive θηριώδους (thiriódous)
θηριώδη (thiriódi)
θηριώδους (thiriódous) θηριώδους (thiriódous) θηριωδών (thiriodón) θηριωδών (thiriodón) θηριωδών (thiriodón)
accusative θηριώδη (thiriódi) θηριώδη (thiriódi) θηριώδες (thiriódes) θηριώδεις (thiriódeis) θηριώδεις (thiriódeis) θηριώδη (thiriódi)
vocative θηριώδη (thiriódi)
θηριώδης (thiriódis)
θηριώδης (thiriódis) θηριώδες (thiriódes) θηριώδεις (thiriódeis) θηριώδεις (thiriódeis) θηριώδη (thiriódi)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο θηριώδης, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο θηριώδης, etc.)

Degrees of comparison by suffixation
comparative (?) singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θηριωδέστερος (thiriodésteros) θηριωδέστερη (thiriodésteri) θηριωδέστερο (thiriodéstero) θηριωδέστεροι (thiriodésteroi) θηριωδέστερες (thiriodésteres) θηριωδέστερα (thiriodéstera)
genitive θηριωδέστερου (thiriodésterou) θηριωδέστερης (thiriodésteris) θηριωδέστερου (thiriodésterou) θηριωδέστερων (thiriodésteron) θηριωδέστερων (thiriodésteron) θηριωδέστερων (thiriodésteron)
accusative θηριωδέστερο (thiriodéstero) θηριωδέστερη (thiriodésteri) θηριωδέστερο (thiriodéstero) θηριωδέστερους (thiriodésterous) θηριωδέστερες (thiriodésteres) θηριωδέστερα (thiriodéstera)
vocative θηριωδέστερε (thiriodéstere) θηριωδέστερη (thiriodésteri) θηριωδέστερο (thiriodéstero) θηριωδέστεροι (thiriodésteroi) θηριωδέστερες (thiriodésteres) θηριωδέστερα (thiriodéstera)

Derivations: relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο θηριωδέστερος", etc)

absolute
superlative (?)
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative θηριωδέστατος (thiriodéstatos) θηριωδέστατη (thiriodéstati) θηριωδέστατο (thiriodéstato) θηριωδέστατοι (thiriodéstatoi) θηριωδέστατες (thiriodéstates) θηριωδέστατα (thiriodéstata)
genitive θηριωδέστατου (thiriodéstatou) θηριωδέστατης (thiriodéstatis) θηριωδέστατου (thiriodéstatou) θηριωδέστατων (thiriodéstaton) θηριωδέστατων (thiriodéstaton) θηριωδέστατων (thiriodéstaton)
accusative θηριωδέστατο (thiriodéstato) θηριωδέστατη (thiriodéstati) θηριωδέστατο (thiriodéstato) θηριωδέστατους (thiriodéstatous) θηριωδέστατες (thiriodéstates) θηριωδέστατα (thiriodéstata)
vocative θηριωδέστατε (thiriodéstate) θηριωδέστατη (thiriodéstati) θηριωδέστατο (thiriodéstato) θηριωδέστατοι (thiriodéstatoi) θηριωδέστατες (thiriodéstates) θηριωδέστατα (thiriodéstata)

Coordinate terms

[edit]
[edit]
  • see: θηρίο n (thirío, wild animal, beast)