Jump to content

άντερο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]

Noun

[edit]

άντερο (ánteron (plural άντερα)

  1. (anatomy, colloquial) Alternative form of έντερο (éntero)

Declension

[edit]
Declension of άντερο
singular plural
nominative άντερο (ántero) άντερα (ántera)
genitive άντερου (ánterou) άντερων (ánteron)
accusative άντερο (ántero) άντερα (ántera)
vocative άντερο (ántero) άντερα (ántera)