From Wiktionary, the free dictionary
άντερο • (ántero) n (plural άντερα)
- (anatomy, colloquial) Alternative form of έντερο (éntero)
Declension of άντερο
|
singular
|
plural
|
nominative
|
άντερο (ántero)
|
άντερα (ántera)
|
genitive
|
άντερου (ánterou)
|
άντερων (ánteron)
|
accusative
|
άντερο (ántero)
|
άντερα (ántera)
|
vocative
|
άντερο (ántero)
|
άντερα (ántera)
|