ασημόχαρτο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασημόχαρτο • (asimócharto) n (plural ασημόχαρτα)
Declension
[edit]Declension of ασημόχαρτο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασημόχαρτο • | ασημόχαρτα • |
genitive | ασημόχαρτου • | ασημόχαρτων • |
accusative | ασημόχαρτο • | ασημόχαρτα • |
vocative | ασημόχαρτο • | ασημόχαρτα • |
Related terms
[edit]- see: ασήμι n (asími, “silver”)
Further reading
[edit]- ασημόχαρτο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language