Jump to content

ανατρεπόμενο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανατρεπόμενο (anatrepómenon (plural ανατρεπόμενα)

  1. (construction) dumper truck, dump truck, dumper, tipper lorry

Declension

[edit]
Declension of ανατρεπόμενο
singular plural
nominative ανατρεπόμενο (anatrepómeno) ανατρεπόμενα (anatrepómena)
genitive ανατρεπόμενου (anatrepómenou) ανατρεπόμενων (anatrepómenon)
accusative ανατρεπόμενο (anatrepómeno) ανατρεπόμενα (anatrepómena)
vocative ανατρεπόμενο (anatrepómeno) ανατρεπόμενα (anatrepómena)
[edit]