αρμοκάλυπτρο
Appearance
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- αρμοκάλυπτο n (armokálypto)
Noun
[edit]αρμοκάλυπτρο • (armokályptro) n (plural αρμοκάλυπτρα) (more frequent in the plural)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρμοκάλυπτρο (armokályptro) | αρμοκάλυπτρα (armokályptra) |
genitive | αρμοκάλυπτρου (armokályptrou) | αρμοκάλυπτρων (armokályptron) |
accusative | αρμοκάλυπτρο (armokályptro) | αρμοκάλυπτρα (armokályptra) |
vocative | αρμοκάλυπτρο (armokályptro) | αρμοκάλυπτρα (armokályptra) |