Jump to content

αρμοκάλυπτο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρμοκάλυπτο (armokálypton (plural αρμοκάλυπτα)

  1. Alternative form of αρμοκάλυπτρο (armokályptro)

Declension

[edit]
Declension of αρμοκάλυπτο
singular plural
nominative αρμοκάλυπτο (armokálypto) αρμοκάλυπτα (armokálypta)
genitive αρμοκάλυπτου (armokályptou) αρμοκάλυπτων (armokálypton)
accusative αρμοκάλυπτο (armokálypto) αρμοκάλυπτα (armokálypta)
vocative αρμοκάλυπτο (armokálypto) αρμοκάλυπτα (armokálypta)