Jump to content

γαϊδουράγκαθο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkathon (plural γαϊδουράγκαθα)

  1. cotton thistle, Scotch thistle (Onopordum acanthium)
  2. milk thistle (Silybum marianum)

Declension

[edit]
Declension of γαϊδουράγκαθο
singular plural
nominative γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho) γαϊδουράγκαθα (gaïdourágkatha)
genitive γαϊδουράγκαθου (gaïdourágkathou) γαϊδουράγκαθων (gaïdourágkathon)
accusative γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho) γαϊδουράγκαθα (gaïdourágkatha)
vocative γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho) γαϊδουράγκαθα (gaïdourágkatha)

Further reading

[edit]