γαϊδουράγκαθα
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]γαϊδουράγκαθα • (gaïdourágkatha) n
- nominative plural of γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho)
- accusative plural of γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho)
- vocative plural of γαϊδουράγκαθο (gaïdourágkatho)
γαϊδουράγκαθα • (gaïdourágkatha) n