αντίβαρο

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-, counter) +‎ βαρο (varo, weight)

Noun

[edit]

αντίβαρο (antívaron (plural αντίβαρα)

  1. counterweight, counterbalance, counterpoise
    Synonym: αντίρροπο (antírropo)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντίβαρο (antívaro) αντίβαρα (antívara)
genitive αντίβαρου (antívarou) αντίβαρων (antívaron)
accusative αντίβαρο (antívaro) αντίβαρα (antívara)
vocative αντίβαρο (antívaro) αντίβαρα (antívara)

Coordinate terms

[edit]