αντίρροπο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀντίρροπος (antírrhopos).
Noun
[edit]αντίρροπο • (antírropo) n (plural αντίβαρα)
- counterweight, counterbalance, counterpoise
- Synonym: αντίβαρο (antívaro)
Declension
[edit]Declension of αντίρροπο
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αντίρροπο • | αντίρροπα • | |
genitive | αντιρρόπου •, αντίρροπου • | αντιρρόπων •, αντίρροπων • | |
accusative | αντίρροπο • | αντίρροπα • | |
vocative | αντίρροπο • | αντίρροπα • | |
The paroxytone forms are less common. |
Coordinate terms
[edit]Related terms
[edit]- αντίρροπος (antírropos, “counterbalancing”)