ύστερο
Appearance
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ὕστερον (hústeron).
Noun
[edit]ύστερο • (ýstero) n (plural ύστερα)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ύστερο (ýstero) | ύστερα (ýstera) |
genitive | ύστερου (ýsterou) | ύστερων (ýsteron) |
accusative | ύστερο (ýstero) | ύστερα (ýstera) |
vocative | ύστερο (ýstero) | ύστερα (ýstera) |
Adjective
[edit]ύστερο • (ýstero)
- accusative masculine singular of ύστερος (ýsteros)
- nominative/accusative/vocative neuter singular of ύστερος (ýsteros)
Further reading
[edit]- ύστερο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language