Jump to content

αλατόνερο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αλατόνερο (alatóneron (plural αλατόνερα)

  1. brine, salt water

Declension

[edit]
Declension of αλατόνερο
singular plural
nominative αλατόνερο (alatónero) αλατόνερα (alatónera)
genitive αλατόνερου (alatónerou) αλατόνερων (alatóneron)
accusative αλατόνερο (alatónero) αλατόνερα (alatónera)
vocative αλατόνερο (alatónero) αλατόνερα (alatónera)
[edit]