ηλεκτρόφωνο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ηλεκτρόφωνο • (ilektrófono) n (plural ηλεκτρόφωνα)
Declension
[edit]Declension of ηλεκτρόφωνο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτρόφωνο • | ηλεκτρόφωνα • |
genitive | ηλεκτρόφωνου • | ηλεκτρόφωνων • |
accusative | ηλεκτρόφωνο • | ηλεκτρόφωνα • |
vocative | ηλεκτρόφωνο • | ηλεκτρόφωνα • |
Synonyms
[edit]- (record player):
- see: πικάπ n (pikáp)
Related terms
[edit]- see: ηλεκτρισμός m (ilektrismós, “electricity”)
Further reading
[edit]- ηλεκτρόφωνο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el