Jump to content

αμμόλουτρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αμμόλουτρο (ammóloutron (plural αμμόλουτρα)

  1. sand bath

Declension

[edit]
Declension of αμμόλουτρο
singular plural
nominative αμμόλουτρο (ammóloutro) αμμόλουτρα (ammóloutra)
genitive αμμόλουτρου (ammóloutrou) αμμόλουτρων (ammóloutron)
accusative αμμόλουτρο (ammóloutro) αμμόλουτρα (ammóloutra)
vocative αμμόλουτρο (ammóloutro) αμμόλουτρα (ammóloutra)