ασημόψαρο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ασημόψαρο • (asimópsaro) n (plural ασημόψαρα)
Declension
[edit]Declension of ασημόψαρο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ασημόψαρο • | ασημόψαρα • |
genitive | ασημόψαρου • | ασημόψαρων • |
accusative | ασημόψαρο • | ασημόψαρα • |
vocative | ασημόψαρο • | ασημόψαρα • |
Related terms
[edit]- see: ασήμι n (asími, “silver”)
Further reading
[edit]- ασημόψαρο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el