ανάβαθρο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]ανάβαθρο • (anávathro) f (plural αναβάθρες)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ανάβαθρο (anávathro) | ανάβαθρα (anávathra) |
genitive | ανάβαθρου (anávathrou) | ανάβαθρων (anávathron) |
accusative | ανάβαθρο (anávathro) | ανάβαθρα (anávathra) |
vocative | ανάβαθρο (anávathro) | ανάβαθρα (anávathra) |
Related terms
[edit]- αναβάθρα f (anaváthra, “upward slope, gangway”)
- and see: ανάβαση f (anávasi, “ascent”)