Jump to content

απορριμματοφόρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απορριμματοφόρο (aporrimmatofóron (plural απορριμματοφόρα)

  1. dust cart (UK), garbage truck (US)
    Synonym: σκουπιδιάρικο (skoupidiáriko)

Declension

[edit]
Declension of απορριμματοφόρο
singular plural
nominative απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
genitive απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron)
accusative απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
vocative απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
[edit]

Adjective

[edit]

απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro)

  1. accusative masculine singular of απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros)
  2. nominative/accusative/vocative neuter singular of απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros)