Jump to content

απορριμματοφόρος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απορριμματοφόρος (aporrimmatofórosm (feminine απορριμματοφόρη, neuter απορριμματοφόρο)

  1. rubbish, refuse, refuse carrying

Declension

[edit]
Declension of απορριμματοφόρος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros) απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόροι (aporrimmatofóroi) απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
genitive απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) απορριμματοφόρης (aporrimmatofóris) απορριμματοφόρου (aporrimmatofórou) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron) απορριμματοφόρων (aporrimmatofóron)
accusative απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόρους (aporrimmatofórous) απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
vocative απορριμματοφόρε (aporrimmatofóre) απορριμματοφόρη (aporrimmatofóri) απορριμματοφόρο (aporrimmatofóro) απορριμματοφόροι (aporrimmatofóroi) απορριμματοφόρες (aporrimmatofóres) απορριμματοφόρα (aporrimmatofóra)
[edit]