απορριμματοφόρες
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]απορριμματοφόρες • (aporrimmatofóres)
- Nominative, accusative and vocative feminine plural form of απορριμματοφόρος (aporrimmatofóros).
απορριμματοφόρες • (aporrimmatofóres)