Jump to content

αρκουδοτόμαρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaron (plural αρκουδοτόμαρα)

  1. bearskin (the pelt of a bear)

Declension

[edit]
Declension of αρκουδοτόμαρο
singular plural
nominative αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaro) αρκουδοτόμαρα (arkoudotómara)
genitive αρκουδοτόμαρου (arkoudotómarou) αρκουδοτόμαρων (arkoudotómaron)
accusative αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaro) αρκουδοτόμαρα (arkoudotómara)
vocative αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaro) αρκουδοτόμαρα (arkoudotómara)
[edit]

Further reading

[edit]