αρκουδοτόμαρο
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αρκουδοτόμαρο • (arkoudotómaro) n (plural αρκουδοτόμαρα)
- bearskin (the pelt of a bear)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaro) | αρκουδοτόμαρα (arkoudotómara) |
genitive | αρκουδοτόμαρου (arkoudotómarou) | αρκουδοτόμαρων (arkoudotómaron) |
accusative | αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaro) | αρκουδοτόμαρα (arkoudotómara) |
vocative | αρκουδοτόμαρο (arkoudotómaro) | αρκουδοτόμαρα (arkoudotómara) |
Related terms
[edit]- see: αρκούδα f (arkoúda, “bear”)
Further reading
[edit]- αρκουδοτόμαρο, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language