Jump to content

αραπόσταρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αραπόσταρο (arapóstaron (plural αραπόσταρα)

  1. Alternative form of αραποσίταρο (araposítaro)

Declension

[edit]
Declension of αραπόσταρο
singular plural
nominative αραπόσταρο (arapóstaro) αραπόσταρα (arapóstara)
genitive αραπόσταρου (arapóstarou) αραπόσταρων (arapóstaron)
accusative αραπόσταρο (arapóstaro) αραπόσταρα (arapóstara)
vocative αραπόσταρο (arapóstaro) αραπόσταρα (arapóstara)