Jump to content

αχλαδόμηλο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αχλαδόμηλο (achladómilon (plural αχλαδόμηλα)

  1. Asian pear

Declension

[edit]
Declension of αχλαδόμηλο
singular plural
nominative αχλαδόμηλο (achladómilo) αχλαδόμηλα (achladómila)
genitive αχλαδόμηλου (achladómilou) αχλαδόμηλων (achladómilon)
accusative αχλαδόμηλο (achladómilo) αχλαδόμηλα (achladómila)
vocative αχλαδόμηλο (achladómilo) αχλαδόμηλα (achladómila)
[edit]
  • αχλαδόμηλο n (achladómilo, Asian pear)