Jump to content

άνδηρο

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἄνδηρον (ándēron).

Noun

[edit]

άνδηρο (ándiron (plural άνδηρο)

  1. (architecture) (raised) terrace (especially an ancient one)
  2. embankment

Declension

[edit]
Declension of άνδηρο
singular plural
nominative άνδηρο (ándiro) άνδηρα (ándira)
genitive άνδηρου (ándirou) άνδηρων (ándiron)
accusative άνδηρο (ándiro) άνδηρα (ándira)
vocative άνδηρο (ándiro) άνδηρα (ándira)